- προσενυβρίζω
- Α [ἐνυβρίζω]φέρομαι υβριστικά σε κάποιον ή τόν κακομεταχειρίζομαι επί πλέον («οἱ τῶν Μεσσηνίων ἔφοροι,... προσενυβρίζεσθαι δόξαντες», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσενυβρίζεσθαι — προσενυβρίζω abuse pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)